- σεισμοποιός
- -όν, Ααυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεισμοποιός — causing earthquakes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισμοποιά — σεισμοποιός causing earthquakes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τειχοσεισμοποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σεισμό στο τείχος, σεισμό τόσο ισχυρό ώστε να γκρεμίζει τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σεισμοποιός] … Dictionary of Greek